ἐκμαρτυρῶ

ἐκμαρτυρῶ
ἐκμαρτυρέω
to bear witness to
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκμαρτυρέω
to bear witness to
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκμαρτυρέω
to bear witness to
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκμαρτυρέω
to bear witness to
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκμαρτυρώ — ἐκμαρτυρῶ ( έω) (Α) 1. μαρτυρώ, καταθέτω 2. αποκαλύπτω, εξομολογούμαι 3. καταθέτω εγγράφως ως μάρτυρας σε περίπτωση απουσίας …   Dictionary of Greek

  • εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …   Dictionary of Greek

  • συνεκμαρτυρώ — έω, Α δίνω μαρτυρία για κάτι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκμαρτυρῶ «μαρτυρώ, αποκαλύπτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”